σκαιοβατώ

σκαιοβατώ
-έω, Μ
1. βαδίζω ή χορεύω με αδεξιότητα
2. (για άλογο) κινούμαι ή βαδίζω άτακτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαιός + -βατῶ (< -βάτης < βαίνω), πρβλ. ορθο-βατώ, πεζο-βατώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκαιεμβατώ — έω, Α (κατά το λεξ. Σούδα και τον Φώτ.) σκαιοβατώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκαιός + εμβατῶ (< εμβάτης < ἐμβαίνω), πρβλ. αιθερ εμβατώ, κεν εμβατώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”